Σύνδρομο Asperger και Αυτισμός υψηλής λειτουργικότητας: Διαφορετικές διαγνώσεις, ίδιες προσεγγίσεις
Το σύνδρομο Asperger περιγράφηκε ως αναπτυξιακή διαταραχή για πρώτη φορά το 1944 από έναν Βιεννέζο παιδίατρο Hans Asperger. Η γνωστική και γλωσσική ανάπτυξη είναι σε κανονικά επίπεδα, αλλά χαρακτηριστική είναι η δυσλειτουργία ως προς την επίτευξη των κοινωνικών δεξιοτήτων καθώς και το περιορισμένο εύρος ενδιαφερόντων, συμπεριφορών και δραστηριοτήτων, με αποτέλεσμα την συνεχή επανάληψή τους. Η όποια προσπάθεια κοινωνικής συναναστροφής των ατόμων με σύνδρομο Asperger, βασίζεται σε μη ευρέως αποδεκτό τρόπο, αφού το περιεχόμενο των συζητήσεών τους αναφέρεται αποκλειστικά στον εαυτό τους και γύρω από τα ιδιαίτερα, συνήθως, ενδιαφέροντά τους.
Ο αυτισμός υψηλής λειτουργικότητας, είναι μέρος του αυτιστικού φάσματος που συμπεριλαμβάνει όλα εκείνα τα άτομα που αγγίζουν τον φυσιολογικό δείκτη νοημοσύνης και που εξελίσσονται λεκτικά και επικοινωνιακά σε μεγάλο βαθμό συγκριτικά με τα άτομα του κλασσικού αυτισμού. Τα άτομα της ομάδας αυτής έχουν προβλήματα στην κοινωνική αλληλεπίδραση, καθώς και στην εκμάθηση και εφαρμογή των κοινωνικών κανόνων.
Το ζήτημα εάν ο αυτισμός υψηλής λειτουργικότητας και το σύνδρομο Asperger πρέπει να θεωρούνται ως διαφορετικές ή ίδιες καταστάσεις έχει αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης και διαφωνίας για πολλά χρόνια. Η Howlin το 2003 δημοσίευσε μία έρευνα, στην οποία συνέκρινε άτομα που διαγνώστηκαν με Asperger και αυτισμός υψηλής λειτουργικότητας, ως προς τον δείκτη νοημοσύνης, τις στερεοτυπικές κινήσεις, την κατανόηση της γλώσσας και την κοινωνική τους αλληλεπίδραση. Η διαφοροποίηση των δύο ομάδων ήταν δύσκολη, καθώς και οι δύο παρουσίαζαν ομοιότητες στους παραπάνω παράγοντες.
Από την άλλη, ερευνητές υποστηρίζουν ότι αυτισμός υψηλής λειτουργικότητας, ξεκινάει ως κλασικός αυτισμός, με τεράστια όμως εξέλιξη στις δεξιότητες των ατόμων, κυρίως τις επικοινωνιακές. Στο σύνδρομο Asperger δεν παρουσιάζεται η εξέλιξη αυτή. Οι προσδοκίες απέναντι σε άτομα της δεύτερης ομάδας, πιθανόν να είναι περιορισμένες.
Όπως είπαμε και παραπάνω κύριο γνώρισμα των δύο ομάδων είναι η έκπτωση στις κοινωνικές δεξιότητες. Καθώς οι ακαδημαϊκές επιδόσεις των ατόμων και των δύο περιπτώσεων είναι συνήθως, από ικανοποιητικές μέχρι εξαιρετικές, η προσοχή επικεντρώνεται στην εκμάθηση κανόνων για μία πιο εποικοδομητική και αποδεκτή κοινωνική συνύπαρξη με την οικογένεια, τους συμμαθητές και το γενικότερο περιβάλλον τους. Σκοποί των παρεμβάσεων είναι η εκμάθηση του κοινωνικού διαλόγου, η μείωση της υπερκινητικότητας, η διαχείριση του θυμού και άλλοι παρόμοιας φύσης. Η μουσικοθεραπεία, οι κοινωνικές ιστορίες, το παιχνίδι ρόλων, είναι μερικές μόνο από τις πιο γνωστές παρεμβάσεις, τις οποίες χρησιμοποιούν θεραπευτές και γονείς για την ανάπτυξη επικοινωνιακών δεξιοτήτων.
Οι ουσιαστικές διαφορές δείχνουν να είναι μικρές. Το σημαντικό κομμάτι της παρέμβασης και στις δύο ομάδες παραμένει το ίδιο. Όπως και σε κάθε περίπτωση παιδιού ή ενήλικα με αυτισμό, έτσι και εδώ οι θεραπευτές και οι οικογένειες προσπαθούν να εκμεταλλευτούν πλήρως τις γνωστικές ικανότητες του ατόμου, καθώς και τα ιδιαίτερα ενδιαφέροντά του, με απώτερο σκοπό, τουλάχιστον στις παραπάνω ομάδες, την αυτονομία και τη πλήρη κοινωνικοποίησή του.